ὀμβροφόρος — rain bringing masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀμβροφόρον — ὀμβροφόρος rain bringing masc/fem acc sg ὀμβροφόρος rain bringing neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀμβροφόροι — ὀμβροφόρος rain bringing masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀμβροφόροισι — ὀμβροφόρος rain bringing masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀμβροφόροισιν — ὀμβροφόρος rain bringing masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀμβροφόρους — ὀμβροφόρος rain bringing masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-φορος — ΝΜΑ β συνθετικό παροξύτονων και προπαροξύτονων ονομάτων, αρσενικών και θηλυκών, και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην ετεροιωμένη βαθμίδα φορ τής ρίζας τού ρήματος φέρω* και απαντά σε μεγάλο αριθμό συνθέτων (σχεδόν… … Dictionary of Greek
όμβρος — (I) ο (ΑΜ ὄμβρος) βροχή, ιδίως ραγδαία, νεροποντή («ραγδαίος όμβρος έλουσε καταπληκτικώς την γην», Παπαδ.) μσν. (για υγρό) ροή αρχ. 1. θύελλα και τρικυμία, τυφώνας 2. το νερό ως στοιχείο («μήτε γῆ μήτ ὄμβρος ἱερός, μήτε φῶς», Σοφ.) 3. ροή άφθονου … Dictionary of Greek
ԱՆՁՐԵՒԱԲԵՐ — (ի, աց.) NBH 1 0196 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 6c, 10c, 12c ա. ὁμβροφόρος imbrifer Որ բերէ կամ ցօղէ զանձրեւ. անձրեւական. *Անձրեւաբեր ամպք. Եղիշ. ՟Ը: Եղիշ. երէց.: Եփր. պհ.: Լմբ. առակ.: *Գարնանային անձրեւաբեր հոսմանց:… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)